Αναβάλλω στα τσεχικά

Μετάφραση: αναβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odkládat, podrobit, odročit, odsunout, otálet, ustoupit, odložit, stánek, stání, kout, zablokování, stánku
Αναβάλλω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβάλλω

αναβάλλω προταση, αναβάλλω αρχικοι χρονοι, αναβάλλω ή αναβάλω, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω παρατατικός, αναβάλλω λεξικό γλώσσας τσεχικά, αναβάλλω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αναίσχυντα στα τσεχικά - drze, nestoudně, bezostyšně, nestydatě, beze studu, bez ostychu
  • αναβάθμιση στα τσεχικά - zmodernizovat, obnovovat, modernizovat, opravit, aktualizovat, Upgrade, aktualizace, ...
  • αναβάτης στα τσεχικά - šidit, švindlovat, klamat, jezdec, ošidit, žokej, Jockey, ...
  • αναβίωση στα τσεχικά - oživení, obnovení, obrození, obnova, revival, probuzení
Τυχαίες λέξεις
Αναβάλλω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: odkládat, podrobit, odročit, odsunout, otálet, ustoupit, odložit, stánek, stání, kout, zablokování, stánku