Pečlivý στα ελληνικά

Μετάφραση: pečlivý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπιαστικός, προσεκτικός, φιλόπονος, εργατικός, σχολαστικός, επιμελής, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
Pečlivý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agronomický στα ελληνικά - γεωπονικές, γεωπονική, αγρονομικό, αγρονομικών, αγρονομικές
  • foukat στα ελληνικά - χτύπημα, φυσώ, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
  • kamna στα ελληνικά - σόμπα, κουζίνα, φούρνο, σόμπας, θερμάστρα
  • nákupčí στα ελληνικά - αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών
Τυχαίες λέξεις
Pečlivý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπιαστικός, προσεκτικός, φιλόπονος, εργατικός, σχολαστικός, επιμελής, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί