Pohlcující στα ελληνικά
Μετάφραση: pohlcující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- broukání στα ελληνικά - γουργουρίζω, βουητό, humming, βουίσει, να βουίσει, βόμβος
- hutnost στα ελληνικά - συμπαγές, συμπαγούς, πυκνότητα, το συμπαγές, συμπαγής
- kónus στα ελληνικά - κώνος, κώνου, κώνο, του κώνου, κωνικό
- minerální στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, ορυκτών, μεταλλικό, ορυκτά, ανόργανα
Τυχαίες λέξεις
Pohlcující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
Μεταφράσεις: απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών