Tolerance στα ελληνικά
Μετάφραση: tolerance, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μακροθυμία, ανοχή, αντοχή, ανεκτικότητα, αποχή, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- budoucí στα ελληνικά - μελλοντικός, αγέννητος, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
- bydlící στα ελληνικά - μόνιμος, κάτοχος, κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- chirurgický στα ελληνικά - χειρουργικός, χειρουργική, χειρουργικές, χειρουργικών, χειρουργικής
- nezralý στα ελληνικά - πράσινος, ανώριμος, ανώριμα, ανώριμων, ανώριμο, ανώριμη
Τυχαίες λέξεις
Tolerance στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μακροθυμία, ανοχή, αντοχή, ανεκτικότητα, αποχή, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
Μεταφράσεις: μακροθυμία, ανοχή, αντοχή, ανεκτικότητα, αποχή, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή