Ανοχή στα τσεχικά

Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snášenlivost, odolnost, tolerance, shovívavost, toleranci, odchylka, tolerancí, toleranční
Ανοχή στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοχή

ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανοχή στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ανοράκ στα τσεχικά - bunda, bundy, větrovky, větrovek, větrovky a bundy, nepromokavé bundy
  • ανοσία στα τσεχικά - chráněnost, bezpečnost, nedotknutelnost, odolnost, imunita, imunity, imunitu, ...
  • ανούσιος στα τσεχικά - mdlý, fádní, nudný, nechutný, nechutné, mdlá, pochybný, ...
  • αντέχω στα τσεχικά - snášet, strpět, zakusit, vystát, podstoupit, přetrpět, dovolit, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: snášenlivost, odolnost, tolerance, shovívavost, toleranci, odchylka, tolerancí, toleranční