Zvětšení στα ελληνικά

Μετάφραση: zvětšení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαστολή, έκταση, ενίσχυση, προέκταση, μεγέθυνση, εξάπλωση, επέκταση, απολαβή, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Zvětšení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ač στα ελληνικά - όμως, μολονότι, αν και, αν, και αν, κι αν
  • hojící στα ελληνικά - επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές
  • koule στα ελληνικά - υφήλιος, βάρος, κουβάρι, μπάλα, σφαίρα, τομέα, σφαίρας, ...
  • neomalený στα ελληνικά - ξετσίπωτος, αναιδής, αγροίκος, θρασύς, αμβλύς, αμβλύ, αμβλεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Zvětšení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαστολή, έκταση, ενίσχυση, προέκταση, μεγέθυνση, εξάπλωση, επέκταση, απολαβή, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης