Nirso στα ελληνικά

Μετάφραση: nirso, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιλεκτικός, αψίκορος, ωραίος, μικροπρεπής, ξιπασμένος, εκλεκτικός, επιλεκτικοί, εκλεκτικοί, εκλεκτικό, choosy
Nirso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nippu στα ελληνικά - πακέτο, τσαμπί, δέσμη, δεσμίδα, δέμα, στουπί, μάτσο, ...
  • nipukka στα ελληνικά - αιχμή, ρεγάλο, πουρμπουάρ, ποδοκόπι, άκρο, άκρη, συμβουλή, ...
  • nirsoilu στα ελληνικά - σχολαστικότητα, fussiness, το fussiness, διάθεσή τους για φασαρία, πολυπραγματοσύνη
Τυχαίες λέξεις
Nirso στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιλεκτικός, αψίκορος, ωραίος, μικροπρεπής, ξιπασμένος, εκλεκτικός, επιλεκτικοί, εκλεκτικοί, εκλεκτικό, choosy