Perustaa στα ελληνικά

Μετάφραση: perustaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθελκύω, ησυχασμός, γεννοβολώ, μπόι, ενσωματώνω, ορθώνω, βάθρο, ανοίγω, αναστηλώνω, εκτοξεύω, πάτος, συγκροτώ, αποτελώ, φυτό, εξαναγκάζω, ξεκουράζομαι, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Perustaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • peruspääoma στα ελληνικά - βασικό κεφάλαιο, βασικού κεφαλαίου, καθορισμένου βασικού κεφαλαίου, καθορισμένο βασικό κεφάλαιο
  • perusta στα ελληνικά - θεμέλιο, ίδρυση, προσαράσσω, βάθρο, έδαφος, έναρξη, αρχή, ...
  • perustaja στα ελληνικά - αρχάριος, ατζαμής, ιδρυτής, ναυαγώ, πατέρας, φουντάρω, ιδρυτή, ...
  • perustaminen στα ελληνικά - ίδρυμα, ίδρυση, δημιουργία, βάθρο, θεμέλιο, μύηση, εγκατάσταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Perustaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθελκύω, ησυχασμός, γεννοβολώ, μπόι, ενσωματώνω, ορθώνω, βάθρο, ανοίγω, αναστηλώνω, εκτοξεύω, πάτος, συγκροτώ, αποτελώ, φυτό, εξαναγκάζω, ξεκουράζομαι, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει