Μπόι στα φινλανδικά

Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perustaa, duunata, veistää, pystyttää, rakentaa, korkeus, kahdessa, korkeuden, korkeutta, korkeudella
Μπόι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόι

μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μπόι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπροστινός στα φινλανδικά - edespäin, esille, esiin, eespäin, eteen, eteenpäin, hienon, ...
  • μπρούτζος στα φινλανδικά - pronssi, röyhkeä, posketon, julkea, brazen, röyhkeää
  • μπόλι στα φινλανδικά - ymppi, siirroste, siirrosteen, siirrostetta, inokulaatti
  • μπόλικος στα φινλανδικά - yleinen, vallitseva, paljon, erien, on paljon, runsaasti, erät
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: perustaa, duunata, veistää, pystyttää, rakentaa, korkeus, kahdessa, korkeuden, korkeutta, korkeudella