Rajoitus στα ελληνικά
Μετάφραση: rajoitus, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fanaatikko στα ελληνικά - φανατικός, φανατικούς, φανατικοί, φανατικό, φανατικών
- henkilökunta στα ελληνικά - προσωπικό, διεύθυνση, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
- kunnollinen στα ελληνικά - εφαρμόσιμος, άξιος, κατάλληλος, πρόσφορος, βολικός, ταιριαστός, αξιοπρεπή, ...
- puinen στα ελληνικά - ξύλινος, ξύλινα, ξύλινο, ξύλινη, ξύλινες
Τυχαίες λέξεις
Rajoitus στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Μεταφράσεις: περιορισμός, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό