Rynnäkkö στα ελληνικά

Μετάφραση: rynnäkkö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίθεση, επιδρομή, επιτίθεμαι, αρχή, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση
Rynnäkkö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ajattelija στα ελληνικά - νοημοσύνη, διανοούμενος, διανοητικός, πνευματικός, φυλάξου, στοχαστής, στοχαστή, ...
  • ikkuna στα ελληνικά - παράθυρο, window, παραθύρου, το παράθυρο, παράθυρο του
  • kymmenkantainen στα ελληνικά - δέκα, από δέκα, δεκάδα
  • löytö στα ελληνικά - ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, ...
Τυχαίες λέξεις
Rynnäkkö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίθεση, επιδρομή, επιτίθεμαι, αρχή, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση