Involve στα ελληνικά
Μετάφραση: involve, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπλέκομαι, περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω
Μεταφράσεις
- acidified στα ελληνικά - οξινισμένο, οξυνισμένη, οξινισμένη, οξυνίζεται, οξυνίστηκε
- adjourn στα ελληνικά - αναστέλλω
- anthologist στα ελληνικά - ανθολόγος, ανθολόγου
Τυχαίες λέξεις
Involve στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπλέκομαι, περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω
Μεταφράσεις: εμπλέκομαι, περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω