Resilience στα ελληνικά
Μετάφραση: resilience, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάκαμψη, ελαστικότητα, ανθεκτικότητα, ανθεκτικότητας, αντοχή, την ανθεκτικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- backwoods στα ελληνικά - ενδοχώρα, απόμακρες περιοχές, απόμακρες
- being στα ελληνικά - όν, ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι
- capper στα ελληνικά - παράγοντας κάλυψης, παράγοντα κάλυψης, παράγοντος κάλυψης, διάταξη πωματισμού
Τυχαίες λέξεις
Resilience στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάκαμψη, ελαστικότητα, ανθεκτικότητα, ανθεκτικότητας, αντοχή, την ανθεκτικότητα
Μεταφράσεις: ανάκαμψη, ελαστικότητα, ανθεκτικότητα, ανθεκτικότητας, αντοχή, την ανθεκτικότητα