Taking στα ελληνικά
Μετάφραση: taking, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attraction στα ελληνικά - θέαμα, έλξη
- blessedness στα ελληνικά - μακαριότητα, μακαριότητας, μακαριότητά, ευδαιμονία
- button-on στα ελληνικά - κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, το πλήκτρο
Τυχαίες λέξεις
Taking στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει
Μεταφράσεις: λήψη, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει