Мъж στα ελληνικά

Μετάφραση: мъж, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Мъж στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • мъдрост στα ελληνικά - σύνεση, σοφία, σωφροσύνη, σοφίας, τη σοφία, φρόνηση, η σοφία
  • мъдър στα ελληνικά - σοφός, συνετός, φρόνιμος, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
  • мъжество στα ελληνικά - αντοχή, ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα
  • мъжка στα ελληνικά - αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Τυχαίες λέξεις
Мъж στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος