Отлив στα ελληνικά
Μετάφραση: отлив, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παύση, άμπωτη, υποχωρώ, παλινδρόμηση, αναρροή, αναρροής, κάθετο ψυκτήρα, επαναρροή
Μεταφράσεις
- отклонение στα ελληνικά - παρέκκλιση, απόκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις
- откос στα ελληνικά - λοξή γωνία, λοξεύω, λοξότμηση, λοξοτμήσεως, κωνικούς
- отливка στα ελληνικά - πλάσιμο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
- отличния στα ελληνικά - άριστη, εξαιρετικές, άριστο, εξαιρετικό, εξαιρετική
Τυχαίες λέξεις
Отлив στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παύση, άμπωτη, υποχωρώ, παλινδρόμηση, αναρροή, αναρροής, κάθετο ψυκτήρα, επαναρροή
Μεταφράσεις: παύση, άμπωτη, υποχωρώ, παλινδρόμηση, αναρροή, αναρροής, κάθετο ψυκτήρα, επαναρροή