Παύση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отлив, пауза, на пауза, мълчание, паузата
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παύση
παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παύση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παχυσαρκία στα βουλγαρικά - затлъстяване, прекалена пълнота, Затлъстяването, със затлъстяването
- παχύσαρκος στα βουλγαρικά - дебел, затлъстяване, наднормено тегло, с наднормено тегло, със затлъстяване
- παύω στα βουλγαρικά - спиране, прекратяване, престанат, престават, прекратяване на
- πείθω στα βουλγαρικά - убеждавам, убеди, убедят, убедим, убедя
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отлив, пауза, на пауза, мълчание, паузата
Μεταφράσεις: отлив, пауза, на пауза, мълчание, паузата