Incision στα ελληνικά
Μετάφραση: incision, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εικοσαριά, σκορ, σκοράρω, εγκοπή, βαθούλωμα, σχισμή, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, εντομή, τομή, τομής, εντομής, της τομής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accessible στα ελληνικά - ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμος, προσηνής, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, ...
- allongement στα ελληνικά - αναστολή, έκταση, ανάρτηση, επιμήκυνση, προέκταση, συνέχεια, ανανέωση, ...
- concevable στα ελληνικά - νοητός, εφικτός, πιθανός, κατανοητό, πιθανό, νοητή, νοητό
Τυχαίες λέξεις
Incision στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εικοσαριά, σκορ, σκοράρω, εγκοπή, βαθούλωμα, σχισμή, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, εντομή, τομή, τομής, εντομής, της τομής
Μεταφράσεις: εικοσαριά, σκορ, σκοράρω, εγκοπή, βαθούλωμα, σχισμή, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, εντομή, τομή, τομής, εντομής, της τομής