Ausnutzen στα ελληνικά
Μετάφραση: ausnutzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έργο, παίζω, εργάζομαι, εργασία, παριστάνω, δουλειά, όφελος, δουλεύω, ωφελώ, αξιοποιώ, χρησιμεύω, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausnahmsweise στα ελληνικά - κατ 'εξαίρεση,, εξαιρετικά, εξαίρεση
- ausnehmen στα ελληνικά - παραλείπω, αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
- ausnutzend στα ελληνικά - Εκμεταλλευόμενοι, Αξιοποιώντας, Εκμεταλλευόμενη, Εκμεταλλευόμενος, Εκμεταλλευόμενες
- ausnutzung στα ελληνικά - κορεσμός, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Ausnutzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έργο, παίζω, εργάζομαι, εργασία, παριστάνω, δουλειά, όφελος, δουλεύω, ωφελώ, αξιοποιώ, χρησιμεύω, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Μεταφράσεις: έργο, παίζω, εργάζομαι, εργασία, παριστάνω, δουλειά, όφελος, δουλεύω, ωφελώ, αξιοποιώ, χρησιμεύω, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει