Χρησιμεύω στα γερμανικά
Μετάφραση: χρησιμεύω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nutzen, ausnutzen, Nutzen, nützen, Erfolg, lassen, vergeblich
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρησιμεύω
χρησιμεύω συνώνυμα, χρησιμεύω λεξικό γλώσσας γερμανικά, χρησιμεύω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- χρηματοκιβώτιο στα γερμανικά - geldschrank, sicher, unversehrt, safe, ungefährlich, kondom, geschützt, ...
- χρηματομεσίτης στα γερμανικά - makler, warenmakler, vermittler, Börsenmakler, Papiermakler, Wertpapiermakler, stockbroker
- χρησιμοποιώ στα γερμανικά - zweck, nutzung, anwendung, brauchen, inanspruchnahme, gepflogenheit, manipulation, ...
- χρησιμότητα στα γερμανικά - nutzen, nützlichkeit, brauchbarkeit, zweckmäßigkeit, Nutzen, Dienstprogramm, Nützlichkeit, ...
Τυχαίες λέξεις
Χρησιμεύω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: nutzen, ausnutzen, Nutzen, nützen, Erfolg, lassen, vergeblich
Μεταφράσεις: nutzen, ausnutzen, Nutzen, nützen, Erfolg, lassen, vergeblich