Gewaltsam στα ελληνικά

Μετάφραση: gewaltsam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βίαιος, σωματικός, καταπιεστικός, φυσικός, βίαια, δια της βίας, βία, αναγκαστικά, διά της βίας
Gewaltsam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angeschafft στα ελληνικά - αγοράζονται, αγοραστεί, αγόρασε, αγοράστηκαν, αγοράστηκε
  • aufrichtig στα ελληνικά - μονοκόμματος, απότομος, ντόμπρος, ευθύς, τίμιος, ειλικρινής, έντιμος, ...
  • bekommend στα ελληνικά - πάρει, να πάρει, παίρνει, όλο, παίρνουν
  • dressuren στα ελληνικά - εκγύμναση, εκπαίδευση αλόγου σε περιστροφές, Ιππική Δεξιοτεχνία, dressage, Ιππικής Δεξιοτεχνίας
Τυχαίες λέξεις
Gewaltsam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βίαιος, σωματικός, καταπιεστικός, φυσικός, βίαια, δια της βίας, βία, αναγκαστικά, διά της βίας