Καταπιεστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: καταπιεστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drückend, gewaltsam, tyrannisch, zwanghaft, zwingend, zwang, zwanghaften
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπιεστικός
καταπιεστικός σύζυγος, καταπιεστικός συνώνυμα, καταπιεστικός συνώνυμο, καταπιεστικός σύντροφος, καταπιεστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, καταπιεστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καταπίνω στα γερμανικά - schwalbe, schlucken, schluck, zug, zurücknehmen, Schwalbe, verschlucken, ...
- καταπατητής στα γερμανικά - übertreter, Squatter, Hausbesetzer, Besetzer
- καταπληκτικός στα γερμανικά - brillant, herrlich, erstaunlich, wunderbar, ungeheuer, außerordentlich, ungeheure
- καταπνίγω στα γερμανικά - unterdrücken, Kork, Korken, cork
Τυχαίες λέξεις
Καταπιεστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: drückend, gewaltsam, tyrannisch, zwanghaft, zwingend, zwang, zwanghaften
Μεταφράσεις: drückend, gewaltsam, tyrannisch, zwanghaft, zwingend, zwang, zwanghaften