Körperbehinderung στα ελληνικά

Μετάφραση: körperbehinderung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπηρία, ανικανότητα, σωματική αναπηρία, φυσική αναπηρία, σωματικής αναπηρίας, κινητική αναπηρία, φυσικής αναπηρίας
Körperbehinderung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aggressiver στα ελληνικά - επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, επιθετικές, επιθετικά
  • aristokratisch στα ελληνικά - μπλε, αριστοκρατικός, απαλός, πράος, ευγενικός, ήπιος, αριστοκρατική, ...
  • aufblasen στα ελληνικά - φουσκώνω, εξογκώνω, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
  • dickenhobel στα ελληνικά - παχύ προγραμματισμένος
Τυχαίες λέξεις
Körperbehinderung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπηρία, ανικανότητα, σωματική αναπηρία, φυσική αναπηρία, σωματικής αναπηρίας, κινητική αναπηρία, φυσικής αναπηρίας