Unanfälligkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: unanfälligkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυδοσία, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktienausgabe στα ελληνικά - τεύχος, θέμα, έκδοση μετοχών, έκδοσης μετοχών, εκδόσεως μετοχών, έκδοση των μετοχών, έκδοσης των μετοχών
- amputieren στα ελληνικά - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
- außerdem στα ελληνικά - άλλωστε, εξάλλου, εκτός, επιπλέον, εκτός από, πέραν
- behausung στα ελληνικά - κατοικία, κατοικίας, οικιστικές, στέγασης, οικιστικών
Τυχαίες λέξεις
Unanfälligkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυδοσία, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις: ασυδοσία, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία