Ασυδοσία στα γερμανικά

Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
straflosigkeit, sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität
Ασυδοσία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυδοσία

ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας γερμανικά, ασυδοσία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αστυφύλακας στα γερμανικά - polizist, schutzmann, Wachtmeister, Polizist, Constable, Wacht
  • αστός στα γερμανικά - stadtbewohner, bürger, Stadtbewohner, Bürger, Städter, townsman
  • ασυλία στα γερμανικά - zuflucht, unterstand, asyl, heim, refugium, Immunität, Störfestigkeit, ...
  • ασυμβίβαστος στα γερμανικά - unpassend, unverträglich, unvereinbar, nicht kompatibel, inkompatibel, inkompatiblen
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: straflosigkeit, sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität