Besættelse στα ελληνικά

Μετάφραση: besættelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επάγγελμα, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Besættelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • besvær στα ελληνικά - πάθηση, παράπονο, δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια
  • besætning στα ελληνικά - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
  • besøg στα ελληνικά - επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
  • besøge στα ελληνικά - επισκέπτομαι, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Τυχαίες λέξεις
Besættelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επάγγελμα, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία