Bog στα ελληνικά

Μετάφραση: bog, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποσότητα, καπαρώνω, φωνή, βιβλιάριο, βιβλίο, όγκος, βιβλίου, το βιβλίο, βιβλίων, λογιστική
Bog στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blød στα ελληνικά - μαλακός, ανίσχυρος, αδύναμος, μαλακό, μαλακή, μαλακά, μαλακών
  • bo στα ελληνικά - μένω, διαμένω, ζωντανός, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, ...
  • boghandel στα ελληνικά - βιβλιοπωλείο, βιβλιοπωλείου, βιβλιοπωλείων, βιβλιοπωλεια, το βιβλιοπωλείο
  • boghandler στα ελληνικά - βιβλιοπώλης, βιβλιοπωλεία, βιβλιοπωλείων, τα βιβλιοπωλεία, βιβλιοπωλεία που, βιβλιοπωλεία του
Τυχαίες λέξεις
Bog στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποσότητα, καπαρώνω, φωνή, βιβλιάριο, βιβλίο, όγκος, βιβλίου, το βιβλίο, βιβλίων, λογιστική