Απομόνωση στα δανικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gribe, kobling, isolation, isoleret, isolering, isoleringen, isolationen
Απομόνωση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας δανικά, απομόνωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα δανικά - isolerede, isoleret
  • απομονώνω στα δανικά - isolere, at isolere, isolering, isolering af, isolerer
  • απονέμω στα δανικά - fordele, udmåle, mete, udmåler, maale, at udmåle
  • απονομή στα δανικά - tildeling, tildelingen, Indroemmelse, indrømmelsen
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gribe, kobling, isolation, isoleret, isolering, isoleringen, isolationen