Δουλειά στα δανικά

Μετάφραση: δουλειά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slaveri, bondage, trældom, fangenskab, lænker
Δουλειά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουλειά

δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλειά λεξικό γλώσσας δανικά, δουλειά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δοσολογία στα δανικά - dosering, dosis, doseringen, doseringsform, doseringsformen
  • δουκάτο στα δανικά - hertugdømme, hertugdømmet, tugdømmet, dømmet, Luxem-
  • δουλειά στα δανικά - arbejde, anliggende, forretning, virke, job, handel, opgave, ...
  • δουλειές στα δανικά - handel, arbejde, forretning, job, beskæftigelse, anliggende, virksomhed, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλειά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slaveri, bondage, trældom, fangenskab, lænker