Lukke στα ελληνικά
Μετάφραση: lukke, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις
- lugte στα ελληνικά - μυρωδιά, μυρίζω, οσμές, μυρωδιές, οσμών, τις οσμές, των οσμών
- lugtesans στα ελληνικά - μύτη, αίσθηση, έννοια, νόημα, αίσθημα, την έννοια
- luksus στα ελληνικά - πολυτελής, πολυτέλεια, πολυτελή, πολυτελείας, πολυτελές, πολυτέλειας
- lunge στα ελληνικά - πνεύμονας, πνεύμονα, του πνεύμονα, πνευμόνων, των πνευμόνων
Τυχαίες λέξεις
Lukke στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής