Mand στα ελληνικά
Μετάφραση: mand, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άντρας, επανδρώνω, άνδρας, συνάδελφος, τύπος, άνθρωπος, σύζυγος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mammut στα ελληνικά - μαμμούθ, μαμούθ, τιτάνιο, κολοσσιαίο, γιγαντιαίο
- man στα ελληνικά - μία, ένα, ένας, Δευτ, Δευ, Δευ., Mon., ...
- mandel στα ελληνικά - αμύγδαλο, αμυγδάλου, αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλιές, αμυγδάλων
- mandlig στα ελληνικά - αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Τυχαίες λέξεις
Mand στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άντρας, επανδρώνω, άνδρας, συνάδελφος, τύπος, άνθρωπος, σύζυγος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις: άντρας, επανδρώνω, άνδρας, συνάδελφος, τύπος, άνθρωπος, σύζυγος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος