Σύζυγος στα δανικά
Μετάφραση: σύζυγος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ægtemand, partner, kone, hustru, ægtefælle, mand, manden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύζυγος
σύζυγος κατά λάθος, σύζυγος βασίλη τσιβιλίκα, σύζυγος σταύρου θεοδωράκη, σύζυγος πατούλη, σύζυγος του ρομπέρτο, σύζυγος λεξικό γλώσσας δανικά, σύζυγος στα δανικά
Μεταφράσεις
- σύγχρονος στα δανικά - moderne, det moderne, den moderne
- σύγχυση στα δανικά - forvirring, forveksling, sammenblanding, forvirringen
- σύκα στα δανικά - figen, figner, fig, figur, figurerne
- σύλληψη στα δανικά - frygt, skræk, begreb, ængstelse, arrestere, anholde, standse, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύζυγος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ægtemand, partner, kone, hustru, ægtefælle, mand, manden
Μεταφράσεις: ægtemand, partner, kone, hustru, ægtefælle, mand, manden