Άνδρας στα δανικά
Μετάφραση: άνδρας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mand, menneske, manden, mennesket
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνδρας
άνδρας ιχθύς, άνδρας παρθένος, άνδρας εξαφανίστηκε ξαφνικά ενώ περπατούσε, άνδρας ψάχνει άνδρα, άνδρας τοξότης, άνδρας λεξικό γλώσσας δανικά, άνδρας στα δανικά
Μεταφράσεις
- άναρθρος στα δανικά - uartikulerede, umælende, uartikuleret, inarticulate
- άναυδος στα δανικά - stum, lamslået, målløs, forbløffet, paf, målløse
- άνεμος στα δανικά - vind, vinden, wind, vind-, vindenergi
- άνεργος στα δανικά - arbejdsløse, arbejdsløs, ledige, arbejdsloese
Τυχαίες λέξεις
Άνδρας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mand, menneske, manden, mennesket
Μεταφράσεις: mand, menneske, manden, mennesket