Støtte στα ελληνικά
Μετάφραση: støtte, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήριγμα, κρατώ, βοήθεια, υποστήριγμα, υποστηρίζω, συμπαράσταση, κλίνω, γέρνω, άπαχος, ακουμπώ, συντηρώ, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stør στα ελληνικά - οξύρρυγχος, οξυρρύγχου, οξύρρυγχου, οξύρρυγχο, οξυρρύγχων
- størrelse στα ελληνικά - μάζα, μέγεθος, φωνή, μαζικός, όγκος, ποσότητα, μεγέθους, ...
- støv στα ελληνικά - σκόνη, πασπαλίζω, πούδρα, σκόνης, τη σκόνη, της σκόνης, σκόνες
- støvle στα ελληνικά - μπότα, εκκίνησης, boot, μπότες, για μπότες
Τυχαίες λέξεις
Støtte στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήριγμα, κρατώ, βοήθεια, υποστήριγμα, υποστηρίζω, συμπαράσταση, κλίνω, γέρνω, άπαχος, ακουμπώ, συντηρώ, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Μεταφράσεις: στήριγμα, κρατώ, βοήθεια, υποστήριγμα, υποστηρίζω, συμπαράσταση, κλίνω, γέρνω, άπαχος, ακουμπώ, συντηρώ, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη