Κλίνω στα δανικά

Μετάφραση: κλίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tynd, afslå, afvise, mager, støtte, lean, magert, af magert, magre
Κλίνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλίνω

κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω τα ρήματα, κλίνω το ρήμα μαθαίνω, κλίνω το ρήμα παίρνω, κλίνω προς, κλίνω λεξικό γλώσσας δανικά, κλίνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κλίμακα στα δανικά - skala, skæl, omfang, målestok, omfanget, skalaen
  • κλίμακας στα δανικά - skæl, skala, omfang, målestok, omfanget, skalaen
  • κλίση στα δανικά - hældning, skråning, hældningen, bakke, skråningen
  • κλαίω στα δανικά - beklage, skrig, skrige, råbe, græde, råb, cry, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tynd, afslå, afvise, mager, støtte, lean, magert, af magert, magre