Ακουμπώ στα δανικά

Μετάφραση: ακουμπώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mager, støtte, tynd, røre, berøre, du trykke, røre ved, rører
Ακουμπώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουμπώ

ακουμπώ συνώνυμα, ακουμπώ λεξικό γλώσσας δανικά, ακουμπώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθώ στα δανικά - følge, ledsage, følg, følger, at følge, du følge
  • ακονίζω στα δανικά - skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
  • ακουστική στα δανικά - akustik, akustikken, akustiske, akustisk
  • ακουστικός στα δανικά - auditive, auditiv, akustiske, lydsignal, auditivt
Τυχαίες λέξεις
Ακουμπώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mager, støtte, tynd, røre, berøre, du trykke, røre ved, rører