Διέγερση στα ισπανικά
Μετάφραση: διέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agitación, emoción, excitación, estímulo, estimulación, la estimulación, de estimulación, estimulación de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέγερση
διέγερση ατόμου, διέγερση ηλεκτρονίου, διέγερση ωοθηκών, διέγερση ατόμων, διέγερση του ατόμου, διέγερση λεξικό γλώσσας ισπανικά, διέγερση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- διάχυση στα ισπανικά - efusión, difusión, la difusión, de difusión, difusión de, la difusión de
- διάψευση στα ισπανικά - negación, denegación, la negación, negativa, rechazo
- διένεξη στα ισπανικά - lucha, gresca, disputar, pleito, contienda, disputa, conflicto, ...
- διέξοδος στα ισπανικά - desembocadura, desagüe, abertura, orificio, salida, de salida, toma, ...
Τυχαίες λέξεις
Διέγερση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: agitación, emoción, excitación, estímulo, estimulación, la estimulación, de estimulación, estimulación de
Μεταφράσεις: agitación, emoción, excitación, estímulo, estimulación, la estimulación, de estimulación, estimulación de