Διέγερση στα ιταλικά
Μετάφραση: διέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccitazione, stimolazione, stimolo, la stimolazione, di stimolazione, stimoli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέγερση
διέγερση ατόμου, διέγερση ηλεκτρονίου, διέγερση ωοθηκών, διέγερση ατόμων, διέγερση του ατόμου, διέγερση λεξικό γλώσσας ιταλικά, διέγερση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διάχυση στα ιταλικά - diffusione, la diffusione, di diffusione, diffusion, diffusione di
- διάψευση στα ιταλικά - smentita, confutazione, negazione, rifiuto, diniego, la negazione
- διένεξη στα ιταλικά - controversia, disputa, questione, vertenza, bisticciare, disputare, bega, ...
- διέξοδος στα ιταλικά - esito, sbocco, sfogo, presa, uscita, presa di, di uscita, ...
Τυχαίες λέξεις
Διέγερση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: eccitazione, stimolazione, stimolo, la stimolazione, di stimolazione, stimoli
Μεταφράσεις: eccitazione, stimolazione, stimolo, la stimolazione, di stimolazione, stimoli