Πειθαρχικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πειθαρχικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дысцыплінарны, дысцыплінарная
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχικός
πειθαρχικός κώδικας εκπαιδευτικών, πειθαρχικός κανονισμός επο, πειθαρχικός έλεγχος, πειθαρχικός έλεγχος δικαστών, πειθαρχικός κώδικας, πειθαρχικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πειθαρχικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πειθαναγκάζω στα λευκορωσικά - пад прымусам, па прымусу, па прымусе, прымусам, па прымушэнні
- πειθαρχία στα λευκορωσικά - дысцыпліна, дысцыпліны
- πειθαρχώ στα λευκορωσικά - дысцыпліна, дысцыпліны
- πειθώ στα λευκορωσικά - перакананне, перакананьне, упэўненасць, перакананасць
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дысцыплінарны, дысцыплінарная
Μεταφράσεις: дысцыплінарны, дысцыплінарная