Πειθαρχικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: πειθαρχικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
refsiaðgerða, viðurlögum, aga, viðurlög, agar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχικός
πειθαρχικός κώδικας εκπαιδευτικών, πειθαρχικός κανονισμός επο, πειθαρχικός έλεγχος, πειθαρχικός έλεγχος δικαστών, πειθαρχικός κώδικας, πειθαρχικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πειθαρχικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πειθαναγκάζω στα ισλανδικά - neyddar, neydd, coerced, þvingaður, verið neydd
- πειθαρχία στα ισλανδικά - agi, aga, ögun, aðhald, fræðigrein
- πειθαρχώ στα ισλανδικά - agi, aga, ögun, aðhald, fræðigrein
- πειθώ στα ισλανδικά - fortölur, sannfæringarkrafti, fortölur voru, fortölum
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: refsiaðgerða, viðurlögum, aga, viðurlög, agar
Μεταφράσεις: refsiaðgerða, viðurlögum, aga, viðurlög, agar