Προσήλωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: προσήλωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsidavimas, pasišventimo, atsidavimą, pasišventimas, dedikacija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσήλωση
προσήλωση ετυμολογία, προσήλωση english, προσηλωση συνώνυμο, προσήλωση στο στόχο, προσήλωση στη μάρκα, προσήλωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσήλωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προσάρτημα στα λιθουανικά - areštas, prisirišimas, priedas, tvirtinimo, įtaisas
- προσέγγιση στα λιθουανικά - artintis, požiūris, metodas, požiūrio, požiūrį, metodą
- προσήνεια στα λιθουανικά - meilumas, Svetingiausias, prieinamumas, Malonės, Mandagūs
- προσανατολίζω στα λιθουανικά - orientuotis, Orient, nukreipti, Rytai, orientuoti
Τυχαίες λέξεις
Προσήλωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atsidavimas, pasišventimo, atsidavimą, pasišventimas, dedikacija
Μεταφράσεις: atsidavimas, pasišventimo, atsidavimą, pasišventimas, dedikacija