Προσήλωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσήλωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplicação, aplicarão, dedicação, a dedicação, dedication, dedicatória, empenho
Προσήλωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσήλωση

προσήλωση ετυμολογία, προσήλωση english, προσηλωση συνώνυμο, προσήλωση στο στόχο, προσήλωση στη μάρκα, προσήλωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσήλωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσάρτημα στα πορτογαλικά - apêndice, acessório, ligação, anexo, apego, fixação
  • προσέγγιση στα πορτογαλικά - achegar, abeirar, acercar, abordar, aproximação, aproximar, chegar, ...
  • προσήνεια στα πορτογαλικά - afabilidade, agrado, amabilidade, affability
  • προσανατολίζω στα πορτογαλικά - orientar, Oriente, oriental, Orient, de oriente
Τυχαίες λέξεις
Προσήλωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aplicação, aplicarão, dedicação, a dedicação, dedication, dedicatória, empenho