Προσήλωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσήλωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toepassing, verplichting, aanwending, trouw, toewijding, inzet, de toewijding, inwijding, opdracht
Προσήλωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσήλωση

προσήλωση ετυμολογία, προσήλωση english, προσηλωση συνώνυμο, προσήλωση στο στόχο, προσήλωση στη μάρκα, προσήλωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσήλωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσάρτημα στα ολλανδικά - appendix, aanhangsel, bijlage, gehechtheid, aanhechting, beslag, beslaglegging, ...
  • προσέγγιση στα ολλανδικά - aanvliegen, nadering, benaderen, aanpak, benadering, aanpak van
  • προσήνεια στα ολλανδικά - minzaamheid, vriendelijkheid, affability, genoegen schrijf, beminnelijkheid
  • προσανατολίζω στα ολλανδικά - oriënteren, Orient, oriënteer, oosters, Oosten
Τυχαίες λέξεις
Προσήλωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toepassing, verplichting, aanwending, trouw, toewijding, inzet, de toewijding, inwijding, opdracht