Σεξουαλικότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σεξουαλικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sexualidade, a sexualidade, da sexualidade, sexual, sexuality
Σεξουαλικότητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σεξουαλικότητα

σεξουαλικότητα εφήβων, σεξουαλικότητα και παιδί, σεξουαλικότητα και κοινωνία, σεξουαλικότητα παιδιών, σεξουαλικότητα ζωδίων, σεξουαλικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σεξουαλικότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σεξ στα πορτογαλικά - sexualidade, coser, sexo, costurar, sex., sexual, o sexo, ...
  • σεξουαλικός στα πορτογαλικά - sexual, sexuais
  • σεπτός στα πορτογαλικά - venerável, venerado, veneralvelmente, venerable, respeitável
  • σερβάντα στα πορτογαλικά - aparador, armário, servanta
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sexualidade, a sexualidade, da sexualidade, sexual, sexuality