Σεξουαλικότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: σεξουαλικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kyn, kynhneigð, Kynlíf, kynferði, kynferðismál, Kynferðið
Σεξουαλικότητα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σεξουαλικότητα

σεξουαλικότητα εφήβων, σεξουαλικότητα και παιδί, σεξουαλικότητα και κοινωνία, σεξουαλικότητα παιδιών, σεξουαλικότητα ζωδίων, σεξουαλικότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σεξουαλικότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σεξ στα ισλανδικά - kyn, kynlíf, Sex, Kynlífsspjall, kyni
  • σεξουαλικός στα ισλανδικά - kynferðislega, kynferðislegt, kynferðisleg, kynlíf, kynferðislegri
  • σεπτός στα ισλανδικά - venerable, bezta, gamalreynda, Hið gamalreynda
  • σερβάντα στα ισλανδικά - servanta
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kyn, kynhneigð, Kynlíf, kynferði, kynferðismál, Kynferðið