Σεξουαλικότητα στα σουηδικά

Μετάφραση: σεξουαλικότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sexualitet, sexualiteten, sexual
Σεξουαλικότητα στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σεξουαλικότητα

σεξουαλικότητα εφήβων, σεξουαλικότητα και παιδί, σεξουαλικότητα και κοινωνία, σεξουαλικότητα παιδιών, σεξουαλικότητα ζωδίων, σεξουαλικότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, σεξουαλικότητα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • σεξ στα σουηδικά - kön, sex, sexkameror, könet, köns
  • σεξουαλικός στα σουηδικά - sexuell, sexuella, sexuellt, köns
  • σεπτός στα σουηδικά - anrika, ärevördiga, Vördade, ärevördig, vördnadsvärda
  • σερβάντα στα σουηδικά - skänk, servanta
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sexualitet, sexualiteten, sexual