Σεξουαλικότητα στα πολωνικά

Μετάφραση: σεξουαλικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
seksualność, płciowość, seksualności, seks, seksualnością
Σεξουαλικότητα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σεξουαλικότητα

σεξουαλικότητα εφήβων, σεξουαλικότητα και παιδί, σεξουαλικότητα και κοινωνία, σεξουαλικότητα παιδιών, σεξουαλικότητα ζωδίων, σεξουαλικότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, σεξουαλικότητα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • σεξ στα πολωνικά - stosunek, seks, płeć, sex, płci, seksu
  • σεξουαλικός στα πολωνικά - seksualny, płciowy, cielesny, seksualną, seksualne, seksualnego
  • σεπτός στα πολωνικά - szanowny, sędziwy, czcigodny, Czcigodni, Czcigodnego, czcigodna, czcigodne
  • σερβάντα στα πολωνικά - kredens, bufet, servanta
Τυχαίες λέξεις
Σεξουαλικότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: seksualność, płciowość, seksualności, seks, seksualnością