Ωθώ στα αλβανικά
Μετάφραση: ωθώ, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtytje, push, shtytje e, shtytje të, të shtyjë
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωθώ
καθώς συνώνυμα, ωθώ english, ωθώ συνώνυμα, ωθώ λεξικο, ωθώ στα αγγλικά, ωθώ λεξικό γλώσσας αλβανικά, ωθώ στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ψώρα στα αλβανικά - zgjebe, zgjebja, kromë
- ωάριο στα αλβανικά - vezë, vezën, vezorët, vezë e, ornament në formë të veze
- ωκεανός στα αλβανικά - oqeani, oqean, oqeanit, e oqeanit, oqean të
- ωμός στα αλβανικά - papjekur, i gjallë, papërpunuara, të papërpunuara, të para, e parë
Τυχαίες λέξεις
Ωθώ στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: shtytje, push, shtytje e, shtytje të, të shtyjë
Μεταφράσεις: shtytje, push, shtytje e, shtytje të, të shtyjë