Ένταλμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ένταλμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ордер, поръчителство, разрешително, гаранция, заповед, заповед за
Ένταλμα στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένταλμα

ένταλμα σύλληψης για κορυφαίο ηθοποιό μας που χρωστάει στο δημόσιο, ένταλμα πληρωμής υπόδειγμα, ένταλμα certiorari, ένταλμα προπληρωμής, ένταλμα συλλήψεως, ένταλμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ένταλμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ένοχος στα βουλγαρικά - обидчив, виновен, виновни, за виновен, виновна, вина
  • ένσταση στα βουλγαρικά - възражение, възражения, възражението
  • ένταξη στα βουλγαρικά - достъп, присъединяване, присъединяването, присъединяването на, присъединяване към
  • ένταση στα βουλγαρικά - гръмкост, стрес, интензивност, интензитет, интензитет на, интензитета, интензивността
Τυχαίες λέξεις
Ένταλμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ордер, поръчителство, разрешително, гаранция, заповед, заповед за