Ένταλμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: ένταλμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garantija, orderis, laiduoti, patvirtinate, orderį
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένταλμα
ένταλμα σύλληψης για κορυφαίο ηθοποιό μας που χρωστάει στο δημόσιο, ένταλμα πληρωμής υπόδειγμα, ένταλμα certiorari, ένταλμα προπληρωμής, ένταλμα συλλήψεως, ένταλμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ένταλμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ένοχος στα λιθουανικά - kaltas, kaltu, kalti, kaltais, kalta
- ένσταση στα λιθουανικά - prieštaravimas, prieštaravimų, prieštaravimą, prieštaravimo, protestas
- ένταξη στα λιθουανικά - prisijungimas, narystei, prisijungimo, stojimo, įstojimas
- ένταση στα λιθουανικά - intensyvumas, intensyvumo, intensyvumą, stipris, stiprumas
Τυχαίες λέξεις
Ένταλμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: garantija, orderis, laiduoti, patvirtinate, orderį
Μεταφράσεις: garantija, orderis, laiduoti, patvirtinate, orderį